ηλιόκαυμα

ηλιόκαυμα
το
βλ. ηλιόκαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + καύμα (< καίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλιόκαμα — και λιόκαμα και ηλιόκαυμα, το 1. η καυστική θερμότητα τού ήλιου 2. το μαύρισμα τού προσώπου ή τού σώματος από την επίδραση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κα(ύ)μα (< καίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”